δακρυγόνο

δακρυγόνο
[дакригоно] ουσ. о. слезоточивый газ.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δακρυγόνο" в других словарях:

  • δακρυγόνος — και δακρυογόνος, ο (Α δακρυογόνος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που εκκρίνει δάκρυα («δακρυγόνοι αδένες») 2. το ουδ. ως ουσ. το δακρυγόνο ή τα δακρυγόνα αέριο το οποίο εκτοξεύεται για να προκαλέσει εκροή δακρύων και προσωρινή μείωση ή απώλεια τής όρασης… …   Dictionary of Greek

  • καρβανίλιο — Ονομασία του ισοκυανικού φαινυλίου, με τύπο C6H5NCΟ. Είναι υγρό με ερεθιστική οσμή, δακρυγόνο, έχει σημείο βρασμού 165°C και λαμβάνεται με θέρμανση περίσσειας φωσγενίου με ανιλίνη. Το κ. διασπάται από το νερό, ενώ η αντίδρασή του με τις αλκοόλες… …   Dictionary of Greek

  • οξίμες — Οργανικές ενώσεις που περιέχουν την ομάδα = CNOH, οι οποίες παρασκευάζονται με επίδραση της υδροξυλαμίνης (HO ΝΗ2) επί των ενώσεων που περιέχουν την καρβονυλική ομάδα. R2CO + Η2ΝΟΗ = R2CNOH + Η2Ο. Οι ο. υποδιαιρούνται σε κετοξίμες, που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»